Ακόμα κι αν τα
φαντάσματα δεν «υπάρχουν», θα περιπλανώνται για πάντα μέσα στις ιστορίες, στο
βασίλειο των παραμυθιών. Μέσα στη φαντασία των παιδιών, των τρελών και των καλλιτεχνών.
Μέσα στις αναμνήσεις φαντασίας των «σοβαρών» ενηλίκων.
Τα φαντάσματα
υπάρχουν παντού. Σε όλους τους λαούς, σε κάθε πολιτισμό.
Σύμβολο του
ανεξερεύνητου, του άγνωστου, του σκοτεινού και του μυστηρίου, ένα από τα πιο
αγαπημένα σύμβολα της φανταστικής λογοτεχνίας, το φάντασμα στοιχειώνει την
Ιστορία του κόσμου από τα βάθη του παρελθόντος μέχρι σήμερα.
Στο
Ασσυρο-βαβυλωνιακό Έπος του Γιλγαμές ο ομώνυμος ήρωας συναντά φαντάσματα στον
Ουράνιο Κήπο.
Στο Αραβικό έπος
Χίλιες και Μια Νύχτες τα φαντάσματα είναι ντυμένα με χρυσά ενδύματα, με πρόσωπα
στο χρώμα του θανάτου.
Στην Αιγυπτιακή
μυθολογία νεκροί επιστρέφουν για ν’ απαιτήσουν πίσω τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και στη Βίβλο αναφέρεται
η εμφάνιση του πνεύματος του προφήτη Σαμουήλ, έπειτα από μαγική επίκλυση στον
Σαούλ (Α Σαμουήλ 28).
Στην Αρχαία
Ελληνική Μυθολογία η Εκάτη είναι, εκτός των άλλων, η ουράνια και μυστηριώδης
θεά των φαντασμάτων. Φαντάσματα είναι και τα πλάσματα που την υπηρετούν με
αποστολή να κυνηγούν τους αμαρτωλούς.
Στον Όμηρο βρίσκουμε
μερικά από τα πρώτα εντυπωσιακά φαντάσματα της λογοτεχνίας. Ο Οδυσσέας στην
κάθοδο του στον Άδη συναντά τα φαντάσματα των νεκρών ηρώων του Τρωικού
πολέμου. Τον Αγαμέμνονα, τον Τειρεσία, τον Αϊαντα, το σύντροφο του Ελπήνορα,
ακόμα και το φάντασμα της μητέρας του. Το φάντασμα του Αχιλλέα εμφανίζεται
εντυπωσιακό, με κραυγές πάνω απ' τον τάφο του, για να τρομάξει τους Αχαιούς και
τους Τρώες.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Κι ήλθε η ψυχή
της μάνας μου — είχε στο μεταξύ πεθάνει, η Αντίκλεια, κόρη του μεγαλόκαρδου Αυτολύκου,
που ζωντανή την άφησα πηγαίνοντας στην άγια Τροία.
Την είδα, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, η
ψυχή μου λύπη' ωστόσο την εμπόδισα στο αίμα να σιμώσει, μόλο που μ' έτρωγε ο
καημός, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω. Κι ήλθε και του Θηβαίου Τειρεσία
η ψυχή κρατούσε
το χρυσό του
σκήπτρο, αμέσως μ' αναγνώρισε και με προσφώνησε: «Γέννημα του Διός, γιε του
Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα, πώς και γιατί, ω δύστυχε, το φως του ήλιου
εγκαταλείποντας, ήλθες εδώ να βρεις νεκρούς σ' αυτόν τον έρμο τόπο; Ωστόσο τώρα
από τον λάκκο παραμέρισε και πέρα κάνε
με το κοφτερό
σπαθί σου' αίμα να πιω, για να σου πω την πάσα αλήθεια»....
...Τόσα μου είπε,
όμως εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα την ψυχή της ν' αγκαλιάσω, της
πεθαμένης μάνας μου'
όρμησα τρεις
φορές, ποθώντας να την σφίξω πάνω μου,
και τρεις φορές
μέσα απ' τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν το όνειρο, μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο
πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου, ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που
πετούσαν σαν πουλιά:
«Μάνα μου, πώς δεν
στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ; έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να
σφιχταγκαλιαστούμε οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο. Εκτός
και αν, αγέρωχη η Περσεφόνη, μόνον τον άδειον ίσκιο σου μου στέλνει, να
οδύρομαι βαριά, και πιο πολύ ν' αναστενάζω».
Έτσι της μίλησα,
κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε: «Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο
κανείς άλλος στον κόσμο, όχι δεν σ' απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός.
Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει' δεν συγκρατούνε πια τα
νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλα του'
όλα τους τα
δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει,
αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά...
Στην Αρχαία
Ελληνική Τραγωδία επίσης υπάρχουν μερικά από τα «ωραιότερα» φαντάσματα της παγκόσμιας
λογοτεχνίας. Στους Πέρσες του Αισχύλου, το φάντασμα του Πέρση μονάρχη Δαρείου,
σηκώνεται χρυσοστολισμένο απ' τον τάφο του, ύστερα από μαγική επίκληση, για να
προφητέψει το μέλλον της δυναστείας των Αχαιμενιδών. Στην Ορέστεια, τα φάντασμα
της Κλυταιμνήστρας, ματωμένο, εμφανίζεται στο Ιερό του Απόλλωνα, απαιτώντας
εκδίκηση. Στην Εκάβη, του Ευριπίδη, το φάντασμα του Πολύδωρου, γιου της
τραγικής ηρωίδας βασίλισσας, έρχεται απ' τα τάρταρα του Άδη να αποκαλύψει το
δολοφόνο του βασιλιά τής Θράκης, Πολυμήστορα.
Φαντάσματα
υπάρχουν και στην Ελληνική λογοτεχνία του Μεσαίωνα, στα λαϊκά κυρίως
μυθιστορήματα. Στο θαυμαστό ακριτικό Έπος του Διγενή, στο Χρονικό του Μορέως,
στο Συναξάρι των Αγίων και στο Ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Στο Τραγούδι του Νεκρού
Αδερφού, ο νεκρός Κωνσταντίνος σηκώνεται από τον τάφο του, «από το μυριανάθεμα
και τη βαριά κατάρα», για να εκπληρώσει την υπόσχεση πού έδωσε στη μητέρα του.
Καβαλάει το φασματικό άλογο του και μέσα στη νύχτα πηγαίνει στα ξένα να παίρνει
την αδερφή του Αρετή για να την φέρει στην ολομόναχη μάνα τους.
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
ΑΔΕΛΦΟΥ
Μάνα με τους
εννιά σου γιους και με τη μιά σου κόρη,
την κόρη τη
μονάκριβη, την πολυαγαπημένη.
Την είχες δώδεκα
χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε.
Στα σκοτεινά την
έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον
αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες
ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την
Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί
δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας
τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.
Στα ξένα εκεί πού
περπατώ, στα ξένα πού πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς
στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε».
«Φρόνιμος είσαι,
Κωσταντή, μ' άσκημα απηλογήθης.
Κι α μορτει, γιε
μου, θάνατος, κι α μορτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα
γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;»
«Βάλλω τον ουρανό
κριτή και τους άγιους μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει
θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη
χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την
έπαντρέψανε την Αρετή στα ξένα, κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το
θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πέθαναν, βρέθηκε ή μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον
κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα
έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν, στου Κωσταντίνου το μνημιό άνέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμα σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
όπου μου την
εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
Το τάξιμο πού μου
'ταξες, πότε θα μου το κάμεις; Τον ουρανό ' βαλες κριτή και τους άγιους
μαρτύρους, αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις». Από το μυριανάθεμά
και τη βαριά κατάρα,
ή γης
αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη
πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι
εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη
χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«"Άιντε,
αδερφή, να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε».
«Αλίμονο,
αδερφάκι μου, και τι 'ναι τούτη ή ώρα;
Ανίσως κι είναι
για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι
πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω».
«Έλα, Αρετή, στο
σπίτι μας, κι ας είσαι όπως κι αν είσαι».
Κοντολυγίζει τ'
άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα πού
διαβαίνανε, πουλάκια κιλαηδούσαν
δεν κιλαηδούσαν
σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν
κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην
όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!»
«"Άκουσες,
Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;»
«Πουλάκια είναι
κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρέκει πού
πάγαιναν, κι άλλα πουλιά τους λένε:
«Δεν είναι κρίμα
κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!»
«"Άκουσες,
Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
Πώς περπατούν οι
ζωντανοί με τους αποθαμένους».
«Απρίλης είναι
και λαλούν και Μάης και φωλεύουν».
«Φοβούμαι σ',
αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις».
«Εχτές βραδύς
επήγαμε πέρα στον Αι Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο
παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός πού
πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε:
«Για ιδές θάμα κι
αντίθαμα πού γίνεται στον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι ή
Αρετή και ράγισε ή καρδιά της. «"Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα
πουλάκια;» «Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α' θέλ' ας λέγουν». «Πες μου,
που είναι τα κάλλη σου και που είν' ή λεβεντιά σου, και τα ξανθά σου τα μαλλιά
και τ' όμορφο μουστάκι;»
«Έχω καιρό π'
αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού
κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ'
αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την
πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει ή
Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους
κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα,
βλέπει τον
μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά
στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα
σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα
σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Χτυπά την πόρτα
δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«"Αν είσαι
φίλος, διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου, φύγε,
κι αν είσαι ο
πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι ή δόλια ή
Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα».
«Σήκω, μανούλα
μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα».
«Ποιος είν' αυτός
πού μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;»
«"Άνοιξε,
μάνα μου, άνοιξε, κι εγώ είμαι ή Αρετή σου».
Κατέβηκε,
αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Εδώ, όπως και σε
άλλες λογοτεχνικές εμφανίσεις φαντασμάτων, για παράδειγμα στον Άμλετ, οι
ζωντανοί που τα βλέπουν στο τέλος τους συντροφεύουν στο θάνατο!
Ακόμα και στην
πληθόρα των μυθηστορημάτων του Γρηγόριου Ξενόπουλου, «το φάντασμα» θεωρήται το
πιο πρωτότυπο από τα έργα του. Διαδραματίζεται στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο του
18ου αι. Και στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που καταγράφει στα κείμενα
του ένας ξένος περιηγητής, που είδε και άκουσε την ιστορία. Η ηρωίδα την πρώτη
νύχτα του γάμου της, βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάντασμα του πρώην αγαπημένου
της, που πέθανε πριν λίγους μήνες από καημό, γιατί ο πατέρας της δεν της
επέτρεψε να παντρευτούνε. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με βάση αυτό το κείμενο,
πλάθει ένα πραγματικό έργο τέχνης, από τα ωραιότερα του είδους του και του
καιρού του. Η κοπέλα καταφεύγει στη μάγισσα που τη δασκαλεύει να ανοίξει το
μνήμα, και να καρφώσει μόνη της, με τρία καρφιά, το πτώμα του Κωσταντή.
Πράγματι βρίσκει τη δύναμη, στη θέληση της για ζωή και στην αγάπη για τον άντρα
της, να το κάνει, και... με φρίκη αντικρίζει ένα άλιωτο, «ολοζώντανο» θαρρείς,
σώμα, που μόνο μετά από την πράξη της αυτή, παύει πια να την ενοχλεί.
Παραθέτουμε λίγες
μόνο σελίδες που μαρτυρούν την ένταση της φρίκης που γέννησε στην ψυχή της
κοπέλας η εξώκοσμη αυτή παρουσία.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Γρηγόριου
Ξενόπουλου
—Τι όνομα; την
έκοψε η ηγουμένη.
—Κωσταντίνος.
—Ζωντανός ή
πεθαμένος.
Η Έλενα σκίρτησε.
—Πεθαμένος,
πρόφερε με πνιγμένη φωνή.
—Καλά. Γράψε,
αδελφή Χιονιά, στο βιβλίο «υπέρ αναπαύσεως».
Σ 'ένα τραπεζάκι,
κοντά στα στασίδια, ήταν δυο στενόμακρα βιβλία, δίπτυχα. Το ένα για τους
ζωντανούς «υπέρ υγείας», το άλλο για τους πεθαμένους «υπέρ αναπαύσεως». Η
αδελφή Χιονία βούτησε μια χηνίτικη πένα στο μπρούτζινο καλαμάρι κι έγραψε στο
δεύτερο βιβλίο τ' όνομα που είπε η Έλενα.
Σιωπηλές οι
καλόγριες κοίταζαν αυτή που έγραφε. Το φτερό της χήνας γόγγυζε σπαραχτικά πάνω
στην περγαμηνή. Η Έλενα ήταν όλη
ανατριχιασμένη.
—Τίποτ' άλλο,
είπε η ηγουμένη. Σήκω τώρα και πήγαινε να προσκυνήσεις στην εκκλησιά! Θα
μνημονεύσουμε τον Κωσταντίνο σου για ένα χρόνο. Στο καλο!
Η Έλενα σηκώθηκε,
ξαναφίλησε το χέρι της ηγουμένης και βγήκε σκυμμένη, χωρίς να της γυρίσει την
πλάτη. Η νια καλόγρια, που της είχε ανοίξει την πόρτα, τη συντρόφεψε ως την
εκκλησία.
Ήταν μικρή, αλλά
βουτημένη στο χρυσάφι και στο ασήμι. Κι ακόμα πιο πολύτιμη από τα ευγενικά
μέταλλα, ήταν η τέχνη που τη στόλιζε παντού με ζωγραφιές και με σκαλίσματα. Στη
μέση, σ' ένα θαυμάσιο θρόνο βυζαντινό, η μεγάλη εικόνα της Παναγίας έλαμπε από
τα πετράδια της κορόνας της.
Η Έλενα έπεσε
μπροστά της γονατιστή και με δάκρυα την παρακάλεσε να τη λυτρώσει από το μεγάλο
κακό. Έπειτα, φίλησε το γυαλί κι απάνω στο φίλημα ακούμπησε ένα μικρό ασημένιο
νόμισμα που έμεινε κολλημένο.
Μεγάλη
καλοσημαδιά αυτό!
Κι η Έλενα βγήκε από το Μοναστήρι ανακουφισμένη. Η
κούραση της χάθηκε, τα πόδια της δεν της πονούσαν πια. Εφόρεσε τα παπούτσια της
και καβαλίκεψε το μουλάρι.
Εγύρισε στο χωριό
σχεδόν χαρούμενη.
Του κάκου, του
κάκου!
Την ίδια εκείνη
νύχτα το φάντασμα του Κωσταντή ξαναβγήκε.
Κι εξακολούθησε
να βγαίνει κάθε νύχτα, ταχτικά, τα μεσάνυχτα, όπως πρώτα, και να τη φοβερίζει
όπως πάντα.
Τίποτα δεν έκαμε
το συλλείτουργο, τίποτα το αρνί, τίποτα το τσεκίνι...
Τον έβλεπε πάλι
και στον ύπνο και στον ξύπνο.
Και τώρα μάλιστα,
ήταν χειρότερα κι από πρώτα. Γιατί δεν τον έβλεπε, δεν τον άκουγε μόνο να της
μιλεί, παρά και τον έπιανε με τα χέρια της!
Μια νύχτα,
αλήθεια, της συνέβηκε κι αυτό. Είδε στον ύπνο της τον Κωσταντή. Της έλεγε το
αιώνιο:
«Αν δε σε πήρα
ζωντανός, θα σε πάρω πεθαμένος».
Και μια στιγμή,
σα να ήταν η ώρα, όρμησε με τα χέρια απλωμένα να την αρπάξει.
Τρομαγμένη, η
Έλενα άπλωσε τα δικά της σα να ήθελε να τον σπρώξει, να τον εμποδίσει.
Και τσακώθηκαν.
Την ίδια στιγμή ξύπνησε. Και βρέθηκε ορθή, στο πάτωμα, να κρατεί με τα χέρια
της ένα σώμα και να παλεύει!
Το φάντασμα
χάθηκε αμέσως. Ωστόσο, για λίγα δευτερόλεπτα, η Έλενα αιστάνθηκε στα χέρια της,
ξύπνια, την αντίσταση του στερεού. Δεν ήταν ένας αέρας· ήταν σώμα, άνθρωπος,
ζωντανός, με κόκαλα και με κρέας.
Την άλλη νύχτα,
συνέβηκε κάτι ακόμα πιο φοβερό.
Το φάντασμα του
Κωσταντή το είδε κι η Ματαράγκαινα! Είπαμε πως η Έλενα πλάγιαζε τώρα στην ίδια κάμαρα με τη μητέρα της.
Εκείνη λοιπόν τη
νύχτα, μόλις είδε το φάντασμα, φώναξε. Με τη φωνή, ξύπνησε η Ματαράγκαινα. Κι
ολόρθο, άγριο, φριχτό, κοντά στο κρεβάτι, είδε κι αυτή με τα μάτια της τον
Κωσταντή!
Μια στιγμή μονάχα
- μα τον είδε, τον είδε καλά, θα έπαιρνε όρκο σε χίλια Βαγγέλια.
Κι έτσι, τον
ίδιο, με τα μαύρα του τα ρούχα, και με τα φοβερά του μάτια, όπως τον έβλεπε κι
η Έλενα. Δεν ήταν λοιπόν «φαντασία» της άρρωστης. Δεν ήταν μια «ιδέα» που μπορούσε να της περάσει με
προσευχές και με τάματα. Ήταν φάντασμα αληθινό. Ήταν ο ίδιος, ολοσώματος, ο
Κωσταντής, που έβγαινε από τον τάφο ζητώντας εκδίκηση. Αλλιώτικα, πώς μπορούσε
να τον βλέπουν την ίδια ώρα, στην ίδια θέση, με το ίδιο σχήμα, κι οι δυο;
Η γριά χωριάτισσα
δεν ήξερε βέβαια φιλοσοφία. Το λογικό της όμως, σ' αυτή την περίσταση, ξεχώρισε
πολύ καλά το «υποκειμενικό» από το «αντικειμενικό». Κι έφτασε στο συμπέρασμα
πως δεν είχαν πια να πολεμήσουν μιαν αρρώστια παρά έναν πεθαμένο-ζωντανό. Γι'
αυτό ούτε τα γιατρικά έφταναν, ούτε τ' αγιοτικά και τα θεοτικά. Κι αν έβγαινε ο
Κωσταντής από το μνήμα του για κακό, δεν ήταν βέβαια με το θέλημα του Θεού. Ο
Διάβολος τον έσπρωχνε, κι αυτός του έδινε την υπερφυσική δύναμη να ζει στον
κόσμο και πεθαμένος... Έπρεπε λοιπόν ν' αφήσουν κατά μέρος το Θεό και να
πιάσουν το Διάβολο. Όχι πια λειτουργίες και μνημόσυνα, αλλά ξόρκια και
μάγια...
—Δεν είναι
δουλειά τούτη δω, Έλενά μου, είπε η Ματαράγκαινα στην κόρη της την ίδια νύχτα.
Πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας κι αλλιώς... Εγώ το είπα μέσα μου κι από την
αρχή, γιατί το κατάλαβα πως ετούτο είναι φάντασμα σωστό και πως έχει την ουρά
του ο Οξαποδώ. Ήθελα όμως να δοκιμάσω πρώτα τα θεοτικά, για να μην έχω βάρος
στην ψυχή μου... Τώρα, Έλενά μου, ο Θεός να με σπλαχνιστεί και να με συχωρέσει,
μα δεν είναι άλλο ρεμέντιο, παρά να ξεκινήσουμε αύριο την αυγή και να πάμε να
έβρουμε τη Μάισσα.
—Τη Μάισσα;...
έκαμε η Έλενα με φρίκη- μα είναι κρίμα!
Συλλογίστηκε μια
στιγμή η Ματαράγκαινα κι έπειτα η μητρική της καρδιά είπε το λόγο το μεγάλο:
—Μη σε γνοιάζει,
παιδί μου! Παίρνω το κρίμα στο λαιμό μου. Ας σε ιδώ ευτυχισμένη στον κόσμο, κι
ας πάω εγώ στην κόλαση.
Πιο σκοτεινά,
τρομερά κι εφιαλτικά είναι τα φαντάσματα στην Ευρώπη, στη Γερμανία, στη Γαλλία,
στην Ιταλία και κυρίως στην Αγγλία. Λίγο πολύ όλοι έχουν ακούσει για τα
φαντάσματα πού εμφανίζονται στα παλιά σπίτια και τους πύργους, σε ναούς, σε
γκαλερί και θέατρα, σε δρόμους και σε κήπους της Αγγλίας.
Στον Ευρωπαϊκό
λογοτεχνικό χώρο πιο γνωστά, υποβλητικά και με τη δική τους μοναδικότητα είναι
τα φαντάσματα τον Σαίξπηρ. Στον Άμλετ ο νεκρός βασιλιάς, ο πατέρας του
πρίγκιπα της Ελσινόρης, θα σηκωθεί απ' τον τάφο του για να αποκαλύψει ότι ο
αδερφός του ήταν ο δολοφόνος του, ώστε να σφετεριστεί του θρόνου του.
ΆΜΛΕΤ
Σκηνή 5
Μπαίνουν το
ΦΑΝΤΑΣΜΑ κι ο ΑΜΛΕΤ.
ΑΜΛΕΤ Που θα με
φέρεις; Μίλησε, δεν πάω πιο πέρα.
ΦΑΝΤ. Άκουσε.
ΑΜΛΕΤ Ακούω.
ΦΑΝΤ. Φτάνει όπου να' ναι η ώρα μου
που πρέπει μεσ'
στις θειάφινες φλόγες της κόλασης να παραδώσω τον εαυτό μου.
ΑΜΛΕΤ Αχ, δόλιο
πνεύμα!
ΦΑΝΤ. Μη με λυπάσαι, παρά σοβαρά αφουγκράσου τι θα
σου αποκαλύψω.
ΑΜΛΕΤ Μίλα,
σφίχτηκα ν' ακούσω.
ΦΑΝΤ. Κι εκδίκηση
να πάρεις σαν ακούσεις.
ΑΜΛΕΤ Τι;
ΦΑΝΤ. Το πνεύμα
του πατέρα σου είμαι. Καταδικασμένο για κάμποσο καιρό τη νύχτα να γυρίζω και
την ήμερα περιορίζομαι να κάμω τον κάνονά μου μεσ' στις φλόγες ώσπου όσα 'καμα
κρίματα στις ήμερες της ζωής μου, στη φωτιά καθαριστούν. Κι εμποδισμένος αν δεν
ήμουν να ειπώ τα μυστικά της φυλακής μου, θα μπορούσα να διηγηθώ ιστορία, που η
πιο μικρή της λέξη την ψυχή θα σου σπάραζε, θα σου 'κοβε το αίμα το νεαρό, και
θα 'κανε τα δυο σου μάτια σαν άστρα από τις γούβες τους να πεταχτούν, τα
κομπωτά, σμιχτά σγουρά σου να χωρίσουν και κάθε τρίχα ορθή να στέκει σαν τ'
αγκάθια στη ράχη του σκαντζόχοιρου, όταν αγριεύει. Μα αυτή η αιώνια ιστόρηση
δεν πρέπει να μπει σ' αφτιά από σάρκα, κι αίμα. Ω, άκουσε, άκουσε, άκουσε! -αν
τον καλό σου κάποτε πατέρα αγάπησες.
ΑΜΛΕΤΩ, θεέ μου!
ΦΑΝΤ. Να
εκδικηθείς τον άνομο κι αφύσικο του φόνο.
ΑΜΛΕΤ Φόνο!
ΦΑΝΤ. Φόνο παράνομο σαν τέτοιον, όπως κι αν τον
πάρεις, μα τούτος πάρα ειν' άνομος, παράξενος κι αφύσικος.
ΑΜΛΕΤ Κάμε γοργά
να μάθω και γοργόφτερος, σαν σκέψη ή σαν ερωτικοί διαλογισμοί, πετάω για
γδικιωμό.
ΦΑΝΤ. Σε βλέπω
πρόθυμο, κι έπρεπε να 'σαι οκνότερος
κι άπ' το παχύ
αγριοβότανο που ατάραχο στης Λήθης ριζοβολάει τους όχτους, αν μ' αυτό δε
σάλευες. Άκουσε τώρα, Αμλέτο:
Στον κόσμο ειπώθη
πως ενώ 'μουν κοιμισμένος στο περιβόλι μου, με δάγκωσε ένα. φίδι. Έτσι, με
διάδοση πλαστή για τη θανή μου, βούλωσαν όλα τής Δανίας τ' αφτιά, μ' αυτή τη
χοντροκοροϊδία. Πλην μάθε, νέε καλέ, το φίδι που Έκοψε τον βίο του πατέρα σου,
τώρα φοράει το στέμμα του.
ΑΜΛΕΤ Ώ, μάντισσα
ψυχή μου, ο θείος μου;
ΦΑΝΤ. Ναι.
Αυτός ο πόρνος, ο
αιμομίχτης, ο χτηνάνθρωπος, με το σατανικό του πνεύμα και τις ψευτοχάρες του, —
ω, πνεύμα πονηρό, κι ω, χάρες, πού μπορείτε να γοητεύετε έτσι! -ετράβηξε στο
αίσχος της όρεξής του την αγνότατη, όπως έδειχνε, βασίλισσα μου. Αμλέτο, τι
κατάντημα! Από μένα, που ήταν η αγάπη μου τόσο σεμνή, πού πήγαινε χεροπιασμένη
με τον όρκο που της έδωσα στον γάμο μας· και να ξεπέσει σ' έναν άθλιο, μπρος
μου γυμνό από χάρες! Μα όπως η αρετή ποτέ της δεν κλονίζεται, όσο κι αν η ασέλγεια
μ' ουράνιο σχήμα τη μαυλίζει, έτσι η λαγνεία κι αν είναι μ' άγγελο λαμπρό
ζευγαρωμένη, στο θεϊκό κρεβάτι αφού χορτάσει, θα ριχτεί και στο ψοφίμι. Μ'
άκου! Σαν να οσμίζομαι το αγέρι της αυγής. Ας είμαι σύντομος. Κει που κοιμόμουν
στο περβόλι μου, όπως το 'χα συνήθεια ταχτική τ' απομεσήμερο, έρχεται, στης
ξενοιασιάς την ώρα, ο θείος σου κλεφτά, μ' ένα γυαλί χυμό κατάρατου δυοσκύαμου
και χύνει μέσα στων αφτιών μου τις εξώπορτες το λεπρογόνο απόσταγμα· κι αυτό
'χει ενέργεια τόσο εχθρική στου ανθρώπου το αίμα, που γοργά τρέχει σαν τον
υδράργυρο μέσ' άπ' τους πόρους, και δρόσους φυσικούς του σώματος και μ' έξαφνη
δύναμη κόβει ευθύς και πήζει, όπως στο γάλα στάλες ξινό, το λαγαρό, υγιέστατο
αίμα. Έτσι έγινε σε μένα· στη στιγμή λειχήνα σαν λέπρα, μ' ομπυασμένη, σιχαμένη
κρούστα, απλώθη σ' όλο το απαλό κορμί μου. Έτσι από χέρι αδερφικό, στον ύπνο
μου, έχασα μεμιάς ζωή μου, στέμμα και βασίλισσα. Κόπηκα επάνω στο άνθος των
αμαρτιών μου, χωρίς μετάληψη, συχώριο, εξομολόγηση· δε μετανόησα, παρά μ'
έστειλαν στην κρίση μ' όλα τα κρίματά μου πάνω στο κεφάλι μου.
ΑΜΛΕΤ Ω, τι
φριχτό! Ω, τι φριχτό! Πάρα φριχτό!
ΦΑΝΤ. Αν έχεις μέσα σου ζωή, μην το ανεχτείς. Μη
το βασιλικό κρεβάτι της Δανίας τ' αφήσεις στρώμα για λαγνεία και κολασμένη
αιμομιξία. Αλλ' όπως κι αν μ' αυτό το έργο καταπιαστείς, ούτε στον νου σου να
το βάλεις, ούτε η καρδιά να το θελήσει της μητέρας σου να κάμεις το παραμικρό.
Στον Μάκβεθ οι
νεκροί, του δολοφόνου βασιλιά, εμφανίζονται για να πάρουν εκδίκηση, όπως και
στο Ριχάρδο Γ'. Στο Μάκβεθ υπάρχει ακόμα το φάντασμα του στιλέτου,
σύμβολου-οργάνου τής δολοφονίας. Ένα ακόμη διάσημο σαιξπηρικό φάντασμα είναι
αυτό του Ιούλιου Καίσαρα. Εμφανίζεται μέσα στη φλόγα του κεριού, στον
καταδικασμένο Βρούτο, να του προφητέψει τον επικείμενο θάνατο του. Την
πληροφορία για την εμφάνιση του Καίσαρα αντλεί ο Σαίξπηρ από τον Πλούταρχο, ο
οποίος την αναφέρει ως δεδομένη.
Στην Αγγλική
Λογοτεχνία κυκλοφορούν φαντάσματα μέχρι σήμερα. Από τα πιο γοητευτικά, της
Έμιλυ Μπροντέ στα Ανεμοδαρμένα Ύψη, ο ήρωας της Χίθκληφ με την αγαπημένη του θα
γυρίζουν πάντα κάθε νύχτα από τις Σκοτεινές Χώρες και θα συναντώνται στο Βράχο
τους για να συνεχίσουν την παθιασμένη αγάπη τους στην αιωνιότητα, έως τα Τρία
Φαντάσματα του Ντίκενς, που ζουν ακόμα στην Χριστουγεννιάτικη Ιστορία.
Στη Γαλλία τρομάζουν,
ο συγγραφέας Βιλλιέ ντε Λιλ' Άντάμ, ο Θεόφιλος Γκωτιέ, και οπωσδήποτε τα
φρικαλέα φαντάσματα που οργιάζουν στην απόκοσμη Βαλπούργια Νύχτα, στο Φάουστ
του Γκαίτε.
Ο θρύλος του
Ιπτάμενου Ολλανδού, απ’ τον οποίο ο Ριχάρδος Βάγκνερ εμπνεύστηκε την ομώνυμη
όπερα του, και που για πρώτη φορά ανέβηκε στη Δρέσδη το 1872, στηρίζεται στην
καταδίκη ενός Ολλανδού καπετάνιου, που υπερηφανεύτηκε ότι θα πραγματοποιούσε το
πέρασμα ενός στενού με τρικυμία, είτε το ήθελε ο θεός είτε όχι, να
περιπλανιέται στη θάλασσα. Η τιμωρία θα σταματήσει μόνο όταν συναντήσει μια
γυναίκα που θα τον αγαπήσει και θα του μείνει πιστή ως το θάνατο. Ο τιμωρημένος
καπετάνιος βγαίνει στην ξηρά για μια μόνο μέρα κάθε επτά χρόνια. Μέσα σε αυτήν
τη μέρα πρέπει να βρει αυτήν την ιδανική γυναίκα. Όταν τη συναντήσει στο
πρόσωπο της Σέντας, που είναι όμως αρραβωνιασμένη, η κατάρα θα λυθεί.
Σπαραγμένη από την αγάπη του, η Σέντα πεθαίνει στην αγκαλιά του Αρχαίου
θαλασσόλυκου, το καταραμένο πλοίο-φάντασμα χάνεται στα κύματα, και τ’
αγκαλιασμένα κορμιά των εραστών υψώνονται στον ουρανό.
Και στην Αμερική
καλπάζουν ακέφαλοι καβαλάρηδες, φαντάσματα στοιχειώνουν Το Σπίτι με τα Εφτά
Αετώματα του Ναθάναελ Χώθορν, οι Σκιές των Νεκρών περιφέρονται ανάερες στο
μεγάλο επικό ποίημα του Λόγκφελοου. Ακόμα έχουμε το Τραγούδι του Χιαγουάθα και
τα ανεπανάληπτα φαντάσματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, τη Λιγεία, τη Μορέλα, τη
Βερενίκη και το ανατριχιαστικό κι αινιγματικό φάντασμα του μαύρου άλογου στο
Μάζεγκερστάϊν.
Τα φαντάσματα
φαίνεται ότι πάντα θα περιμένουν για έναν εκλεκτό δημιουργό να τα
χρησιμοποιήσει, να τους δώσει υπόσταση, έστω, στον κόσμο των παραμυθιών. Οι
περιπτώσεις του Χόρχε Λουίς Μπόρχες και του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες το
αποδεικνύουν αποστομωτικά.
Οι κλασικοί
συγγραφείς χρησιμοποιούν το φάντασμα ως σύμβολο, με μια ψυχαναλυτική
αποτελεσματικότητα, μεταφέροντας μυστικά ζωής από την πλευρά του θανάτου. Το
φάντασμα της Κυρίας Βηλ, του Ντεφοέ, επιστρέφει για να εκπληρώσει ένα καθήκον.
Στο Δωμάτιο με τους Τάπητες του Σκόττ, το αρχαίο φάντασμα της αμαρτωλής έρχεται
τα μεσάνυχτα με το δαιμονικό της πρόσωπο για να συνεχίσει την ακόλαστη ζωή της,
στη Ντάμα Πίκα του Πούσκιν ή γριά κόμησσα υποχρεώνεται να σηκωθεί από τον τάφο
της για να αποκαλύψει το σατανικό τραπουλόχαρτο, πού θα οδηγήσει στην τρέλα
τον νεαρό αξιωματικό, στον Ιερόσυλο του Δουμά ο Ισπανός ευγενής διαπιστώνει με
φρίκη, πολύ πριν την «6η αίσθηση» και «τους άλλους», ότι δεν είναι μόνο ή
αγαπημένη του ένα φάντασμα, άλλα και ο ίδιος. Στη Βασιλική Οπτασία του Μεριμέ
ένα φάντασμα από το μέλλον δείχνει τη μοίρα ενός αυριανού βασιλιά, στο Πίστεψε
το, αν θέλεις του Ντίκενς το θύμα μιας δολοφονίας επιστρέφει και βοηθάει να
απονεμηθεί δικαιοσύνη στη δίκη του. Το φάντασμα του Χεριού του Λε Φανού
εμφανίζεται ανεξήγητα, χωρίς λόγο, προκαλώντας απλά τρόμο, ενώ στο Σπίτι του
Δικαστή του Στόουκερ, ο αρχαίος δικαστής επιστρέφει πάντα για να γίνει ο ίδιος
τρομερός και άσπλαχνος, διαβολικός εκτελεστής των καταδικαστικών αποφάσεων
του. Το Φάντασμα της Κοιλάδας του Λόρδου Ντάνσανυ, πριν αναχωρήοει για τον
ονειρικό, παραμυθένιο του κόσμο, μιλάει με πικρή μελαγχολία για ότι ωραίο,
τρυφερό, ανθρώπινο και αληθινό χάνεται, και πού μόνο ή λογοτεχνία, σε κάποιες
σελίδες της, μπορεί να διασώσει.
Ανεξάρτητα όμως
από την ηθική, που συνήθως μεταφέρουν αυτές οι ιστορίες, βασικά προκαλούν φόβο,
τρόμο κάθε φορά που χάνεσαι για λίγο μέσα στη νύχτα... όσα χρόνια και να
πέρασαν από τότε που τις πρωτοάκουσες... όσες τρίχες σου και αν άσπρισαν.
Και είναι ακριβός
αυτός ο φόβος που θέλουν να σου φυτέψουν οι παραμυθάδες... αιώνες τώρα.
Είναι αυτός ο ίδιος
φόβος που ψάχνεις κι εσύ, σ’ αυτές τις ιστορίες.
Είναι ο φόβος που
ψάχνω κι εγώ γράφοντας αυτές τις σελίδες.
Γιατί;
Ίσως γιατί ο
φόβος είναι αυτός «...που με κάνει να γελώ και να λυπάμαι
Μ’ αν υπάρχει
ακόμα ο κόσμος είμαι έτοιμος και πάμε».
Ίσως ο φόβος να
είναι που μας βοηθάει να προχωρήσουμε, όταν οι αντοχές μας εξαντληθούν. Μια
κινητήριος δύναμη.
Μια δεύτερη
ευκαιρία, για όσους παλεύουν ακόμα να ζήσουν, δοσμένη σ’ όποιον βρεθεί στον
δρόμο του μια τέτοια ιστορία, από τους νεκρούς, τους τρελούς και τους
καλλιτέχνες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΕΙΑ:
* ΚΛΑΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
Μάκης Πανώριος
* wikipedia
*
halloweenghoststories
* Ομήρου Οδύσσεια
(συλλογικό βιβλίο εκδώσεις άγνωστο)
No comments:
Post a Comment