4/12/2020

Ινδία x 3 (2001)

ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΝΔΙΑ

Όταν ταξιδεύεις κάπου για πολύ καιρό νιώθεις σιγά σιγά σαν το μέρος στο οποίο πρωτοπήγες να αρχίσει να χάνεται, σαν να υπάρχουν δυο διαστάσεις σε κάθε σημείο του πλανήτη, άλλη για τους κατοίκους και άλλη για τους επισκέπτες Γίνεσαι κι εσύ κομμάτι της ζωής τους κι αυτοί της δικής σου.
Είμαι 3 μήνες τώρα στην Ινδία και αυτό που συνειδητοποίησα  είναι πως κάτι ήξεραν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, όταν έλεγαν ότι «η πενία τέχνας κατεργάζεται!». Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που γράφω αυτό το άρθρο. Η έλλειψη - πενία - ερεθισμάτων. Έχοντας μεγαλώσει στο λεγόμενο δυτικό κόσμο συνήθισα στην ακατάπαυστη ροή πληροφοριών κάθε λογής πληροφορίες που μεταβάλλονται με απίστευτους ρυθμούς.
Αν διάβαζα κάτι τέτοιο πριν από 3 μήνες θα έλεγα ότι πρόκειται για υπερβολή! Μα μόνο όταν ζήσει κανείς στην Ινδία, μετά από μερικές εβδομάδες θα το προσέξει. Και δεν εννοώ μόνο την έλλειψη των Μ.Μ.Ε. ή του Internet γιατί αν και με λίγο προϊστορικά μέσα (ασπρόμαυρες τηλεοράσεις οι οποίες δουλεύουν όταν ο Δήμος θυμηθεί να δώσει ρεύμα –που παρόλα αυτά υπάρχουν και στο τελευταίο χωριό- , Internet cafe με αρχαία P.C. σε δωμάτιο 2χ2 με έναν ανεμιστήρα χωρίς εξαερισμό όταν η θερμοκρασία υπό σκιά αγγίζει τους 40οC, και φυσικά ούτε λόγος για καφέ)! Εννοώ κυρίως εικόνες της καθημερινής ζωής. Όλοι έχουν το ίδιο κούρεμα, το ίδιο χρώμα μαλλιά, τσιτωμένα με λάδι καρύδας (!), ίδια ρούχα (με μια μικρή διαφοροποίηση στο χρώμα), ίδιος καιρός κάθε μέρα, ίδια αυτοκίνητα -μοντέλα του ’70- λεωφορεία μπροστά στα οποία τα ελληνικά μοιάζουν πολυτελέστατα και μηχανάκια -με 3-4 επιβάτες κάθε φορά! Ακόμα και οι αγελάδες που κυκλοφορούν μες στην πόλη έχουν το ίδιο χρώμα -ούτε βούλες δεν έχουν, έτσι για την ποικιλία- ίδια φαγητά κάθε μέρα, (κάρυ, με μια σος τόσο καυτερή που ότι και να ‘χει μέσα έχει ίδια γεύση). Επειδή λοιπόν βαρέθηκα να διαβάζω ξανά και ξανά τα λίγα βιβλία που έφερα αποφάσισα να γράψω κάτι!
            Το βασικό ερώτημα λοιπόν που μου γεννιέται, από την 3μηνη διαμονή  μου εδώ είναι γιατί αυτή η χώρα είναι τριτοκοσμική; Εξαιτίας της φτώχιας τους; Της κατοχής των Άγγλων; Της τεμπελιάς τους; Γιατί μήπως οι έλληνες ήταν πλούσιοι ή δεν περάσαμε κατοχή; Ή μήπως μπορεί να αντικρούσει κανείς πως είμαστε καλοπερασάκηδες; Είμαστε όμως μέρος του Δυτικού κόσμου. Και οι υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες αποδεικνύουν ότι δεν το οφείλουμε μόνο στην γεωγραφική μας θέση. Όμως ποιος ο λόγος που αυτοί ζουν αιώνες πίσω (παρεπιπτώντως, ακόμα πλένουν τα ρούχα με λουλάκι, κάνουν μπάνιο με κουβάδες και λούζονταν με πράσινα σαπούνια); Αναρωτιέμαι ποιο είναι το κοινό της Ινδίας με τις γειτονικές μας χώρες, που απέτυχαν να συμβαδίσουν με την «εξέλιξη του δυτικού κόσμου».
            Το συμπέρασμα που εγώ βγάζω είναι πως η αιτία βρίσκεται στην έλλειψη προθυμίας τους για το διαφορετικό, στο φόβο για το καινούργιο (φανταζόμουν ότι θα έχουν και αυτοί την ξενομανία τη δική μας, μα ως ξένη μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως έκανα λάθος! Φτάσανε στο σημείο να με ρωτήσουνε αν χτενίζομαι ποτέ, γιατί τα μαλλιά μου δεν είναι σαν Ιταλού μαφιόζου)!
Η αρρωστημένη Ινδική παράδοση, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε ο κομουνισμός στα Βαλκάνια, οτιδήποτε προκαλεί εσωστρέφεια οδηγεί ξανά στον Μεσαίωνα, μια και τελικά εμείς διαλέγουμε σε ποια εποχή ζούμε (κάτι που μου αποδείχτηκε όταν βρήκα εκεί ανθρώπους πολύ πιο «μπροστά» από την «Ινδική εποχή» τους), σε μια στασιμότητα (βέβαια ο κόσμος προχωράει σε τόσο γρήγορους ρυθμούς που δεν μπορεί κανείς να μείνει στάσιμος, γιατί τότε οπισθοδρομεί, μια και χρειάζεται να συνεχίσει κανείς για να μείνει έστω στο επίπεδο που ήταν), και είναι πολύ δύσκολο όχι τόσο να καλύψει τα κενά του όσο να συνειδητοποιήσει ότι αυτά υπάρχουν.
Μόνο όταν παραμερίσει κανείς τον εγωισμό του, όταν δεχτεί τα προσόντα αυτών που τον περιβάλλουν μόνο τότε μπορεί κι αυτός να προσφέρει, να προχωρήσει.   

Me in a saree
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ


Στην Ινδία έμεινα έξη μήνες.
Πήγα εκεί με θαυμασμό γι’ αυτό τον λαό, τη φιλοσοφία του, την τέχνη του.
Ήμουν προετοιμασμένη για την φτώχεια τους, τη ζέστη και τη βρόμα.
Στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα για το τι θα συναντήσω.
Βρέθηκα σε μια ιεραποστολή στο Μαδράς, μια πόλη στα νοτιοανατολικά.
Είχα την ευκαιρία να μείνω μαζί με τους ντόπιους, να επισκεφτώ τα χωριά τους (που ήταν χτισμένα από λάσπη και κλαδιά),  να φάω από το φαΐ τους, να μιλήσω μαζί τους.
Από την πρώτη μέρα μου έκαναν εντύπωση κάποιες παράξενες, για μένα, λεπτομέρειες.
Δεν ήταν που μου εξήγησαν ότι δεν είναι ευγενικό για μια γυναίκα να κάθεται σταυροπόδι. Ακόμα δεν έφταιγε που αγόρασα, άρον άρον, τα ρούχα τους, επειδή το τζινάκι και το t-shirt μου από την πενταήμερη, ήταν too much για τις αντοχές συγκράτησης των ορμών που διέθεταν.
Νομίζω πως έφταιγαν οι γυναίκες που κουβαλούσαν τούβλα.
Καθώς φτάναμε με το αμάξι στη βάση της ιεραποστολής, για πρώτη φορά, το βλέμμα μου σταμάτησε σε μια οικοδομή υπό κατασκευή, ένα τετράγωνο από τη βάση.
Οι εργάτες ήταν μόνο γυναίκες. Κουβαλούσαν τα υλικά σε ένα μεγάλο ταψί, που το στήριζαν στο κεφάλι τους.
Εκείνη την ώρα ήταν τόση η έκπληξη μου, που ενώ, φαινομενικά, δεν έδωσα καμιά σημασία σε αυτό το παράδοξο, δεν έπαψε η εικόνα να έρχεται ξανά και ξανά μπροστά μου.
Την άλλη μέρα, στις 6:00πμ, κάπου ανάμεσα σε μια ρυζόπιτα με τσίλι και σ’ ένα τσάι με γάλα, είδα μια γυναίκα, στο διπλανό σπίτι. Όλο το σπίτι ήτανε χτισμένο από χώμα. Η γυναίκα εκείνη την ώρα σκούπιζε με κάτι κλαδιά το χωμάτινο πάτωμα.
Το μεσημέρι, και ενώ δάκρυζαν τα μάτια μου από τα μπαχαρικά, κατάφερα να τη δω να μαγειρεύει γονατιστή, αφού άναψε φωτιά στην αυλή της, μέσα σ’ έναν πήλινο φούρνο που ήταν στο έδαφος.
Στο βραδινό, λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά, ακόμα έπλενε ρούχα σε μια σκάφη. Δεν σταμάτησε μέχρι που πήγαμε για ύπνο.
Αρχικά ούτε και σ’ αυτήν την εικόνα βρήκα κάτι συγκεκριμένα παράδοξο. Λίγο πριν να φύγουμε την είδα να μιλάει με έναν άντρα μέσα στο σπίτι. Τότε ήταν που πρόσεξα και το δορυφορικό πιάτο. Προφανώς η «κολόνα του σπιτιού της» το βρήκε χρησιμότερο από ένα ψυγείο, μια κουζίνα, έστω.   
Μια μέρα τους επισκεφθήκαμε. Από μακριά δεν είχα καταλάβει ότι η γυναίκα ήταν έγκυος. Οι καρέκλες που είχαν δεν έφταναν για όλους μας. Εμείς ήμασταν καλεσμένοι, επιβάλλονταν να καθίσουμε όλοι. Κάποιος έπρεπε να σηκωθεί. Η έγκυος γυναίκα έμεινε όρθια μιάμιση ώρα, ώσπου φύγαμε...
Ήτανε πλέων ξεκάθαρο. Το να είσαι γυναίκα στην Ινδία... δεν είναι καθόλου καλή ιδέα.
Σιγά σιγά αρχίσαμε να ερχόμαστε πιο κοντά με τις Ινδές στην ιεραποστολή. Μέναμε μαζί, και θέλαμε να γνωρίσουμε η μία τον κόσμο της άλλης. Ήθελαν να μου μιλήσουν για τα χωριά τους, για τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα τους.
Για τις γυναίκες στην Ινδία είναι taboo να κυκλοφορούν πιασμένες χεράκι χεράκι. Αντίθετα αυτό είναι απόλυτα θεμιτό ανάμεσα σε δυο άντρες, παρόλο που οι άντρες δεν πάνε στην ίδια τουαλέτα με τον κολλητό τους!
Ήταν στ’ αλήθεια μεγάλο το σοκ όταν μέσα από τις περιγραφές τους είδα να ζωντανεύει το πνεύμα της φόνισσας του Παπαδιαμάντη!
«Κορτσούδι το έρμο».
Καλύτερα γι’ αυτά να μη γεννιότανε. Γιατί ακόμα και όσα γλιτώσουν, είναι καταδικασμένα σε θάνατο από την πρώτη μέρα της ζωής τους. Βλέπεται η προίκα των κοριτσιών είναι αφόρητη για τους φτωχούς ανθρώπους.
Άντρες σκοτώνουν τις γυναίκες τους, για να παντρευτούν άλλες (με τη σιωπηλή συγκατάθεση όλων), για να πάρουν κι άλλη προίκα, γιατί απλά τις βαρέθηκαν. Γιατί απλά μπορούν.
Το αποκορύφωμα για μένα ήταν ο «εξορκισμός» μιας γυναίκας, σ’ ένα χωριό. Είχαμε φτάσει εκεί από το μεσημέρι, μετά από ώρες πεζοπορία. Μιλήσαμε μαζί τους, μας ξενάγησαν, μας κέρασαν. Ξαφνικά ακούγονται τσιρίδες. Ο ήλιος είχε ήδη πέσει, δεν έβλεπα καθαρά. Μια γυναίκα φώναζε. Ένας άντρας την είχε αρπάξει από τα μαλλιά, κι αυτή χτυπιόταν. Έπεσε με φόρα στον τοίχο.
Έκανα ένα σαστισμένο βήμα κατά κει. Με σταμάτησαν.
«Είναι δαιμονισμένη», μου ψιθύρισε κάποιος.
Ο άντρας εξακολουθούσε να χτυπάει την γυναίκα στον τοίχο και να λέει δυνατά μια προσευχή. Η γυναίκα ήτανε σε κατάσταση σοκ, προσπαθούσε να ξεφύγει. Ζητούσε βοήθεια. Κι εγώ... εγώ σκεφτόμουν πως δεν είχα πάρει μαζί μου την βιντεοκάμερα.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω κάτι. Δεν ξέρω αν θα ‘χε σημασία πραγματική, ακόμα και για την ίδια.
Το βασικό λοιπόν ερώτημα που μου γεννήθηκε, από την εξάμηνη διαμονή  μου εκεί, ήταν, γιατί αυτή η χώρα παραμένει κοινωνικά απολίτιστη;
Εξαιτίας της φτώχιας τους; Της κατοχής των Άγγλων; Της τεμπελιάς τους; Ποιος ο λόγος που αυτοί ζουν αιώνες πίσω;
Ίσως η αιτία να βρίσκεται στην έλλειψη προθυμίας τους για το διαφορετικό, στο φόβο για το καινούργιο (φανταζόμουν ότι θα έχουν και αυτοί την ξενομανία τη δική μας, μα ως ξένη μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως έκανα λάθος)!  Οτιδήποτε προκαλεί εσωστρέφεια, οδηγεί ξανά στον Μεσαίωνα. Τελικά εμείς διαλέγουμε σε ποια εποχή ζούμε, κάτι που μου αποδείχτηκε όταν βρήκα εκεί ανθρώπους πολύ πιο μπροστά.
Είναι πολύ δύσκολο σε μια κοινωνία, όχι τόσο να καλύψει τα κενά της, όσο να συνειδητοποιήσει ότι αυτά υπάρχουν.
Στην Ινδία, η θρησκεία κατέληξε στην εκμηδένιση της ατομικότητας. Όλοι είναι μέρος ενός απροσδιόριστου συνόλου. Γι’ αυτό ατομικά, δεν ενδιαφέρονται να μορφωθούν ή να κάνουν κάτι για να προοδεύσουν. Δέχονται την κατάσταση τους μοιρολατρικά, όπως τους έχουν πείσει ότι απαιτεί η θρησκεία τους. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα, που τους τελευταίους αιώνες τροφοδότησε τη δύση με τα νάματα της σοφίας και της δύναμης του πολιτισμού της. Ενός πολιτισμού, που ουσιαστικά διαχειρίζεται μια ελίτ μυημένων... ενός πολιτισμού που διδάσκει την ενότητα, και την απελευθέρωση μέσα από την υπέρβαση...
Ο λαός θαυμάζει και αποστρέφεται, ταυτόχρονα, οτιδήποτε δυτικό. Ακόμα και οι γυναίκες, ενώ ζούνε κάτω από απροκάλυπτη καταπίεση και μόνιμο φόβο για την ζωή τους, θέλουν να πιστεύουν ότι η απελευθέρωση στη δύση, όπως τη βλέπουν στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, είναι ανήθικη!
Ακόμα και οι χριστιανοί που γνώρισα στην ιεραποστολή δεν είχαν αποβάλει της δεισιδαιμονίες τους, ούτε τις αντιλήψεις τους για το ασθενές φύλο.
Δεν έβλεπαν ότι η γυναίκα που νόμιζαν ότι εξορκίζουν, μπροστά στα μάτια μου, δεν τσιρίζει γιατί είναι δαιμονισμένη αλλά γιατί την έχουν αρπάξει από τα μαλλιά και την ταρακουνάνε ουρλιάζοντας μπροστά σε όλο το χωριό!
Δεν θα ξεχάσω μια συζήτηση με μια Ινδή κοπέλα που μου μιλούσε  για τη θέση των γυναικών. Μου μίλησε για μέρη που ακόμα και σήμερα τις καίνε ζωντανές με τον νεκρό σύζυγο τους. Για τα χωριά που τα κοριτσάκια σκοτώνονται μόλις γεννιούνται. Για τις κοπέλες που η οικογένεια τους πρέπει να πληρώσει μια περιουσία για να τις παντρέψει, και μετά τον γάμο να συνεχίζει να δίνει υπέρογκα ποσά για να μην την πετάξει, ο άντρας, στο δρόμο ή την σκοτώσει χωρίς κανένα λόγο, κανέναν ενδοιασμό και καμία επίπτωση. Ύστερα οι οικογένειες τις περιοχής θα του προξενέψουν της δικές τους κόρες, έχοντας πλήρη γνώση του πρότερου βίου του.
Αλήθεια τι έπρεπε να πω όταν, μετά από όλα αυτά, η κοπέλα άρχισε να μου λέει ότι προτιμά αυτή την ζωή από την μοναξιά που πιστεύει ότι υπάρχει στην απελευθέρωση της δύσης. Ότι νιώθει ανίκανη να είναι μόνη της και ότι καταβάθος είναι ευχαριστημένη, ή έστω συμβιβασμένη, όπως και οι συμπατριώτισσες της, με αυτό το μοτίβο.
Η μεγαλύτερη όμως αποκάλυψη για μένα, ήταν όταν κατάλαβα ότι οι άντρες καταπιέζονται και εκείνοι! Σε μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει γυναικεία απελευθέρωση, ούτε σεξουαλική, ούτε καμιάς άλλης μορφής, οι άντρες είναι στην πραγματικότητα μόνοι. Και η νέα γενιά παίζει ανάμεσα στην απόλαυση της μοναξιάς της, εν ονόματι της αντρικής εξουσίας, ή στο να δεχθεί τις υποχρεώσεις μαζί με τις απολαύσεις τις ισότητας.
Η απομόνωση της γυναίκας, σε μια κοινωνία, δεν έχει επιπτώσεις μόνο σε εκείνη. Ουσιαστικά, αφήνει ανολοκλήρωτους τους άντρες, που η ίδια γεννά και ανατρέφει, τους στερεί την επικοινωνία με το άλλο τους μισό και διαιωνίζει έναν φαύλο κύκλο, όπου ο θύτης γίνεται θύμα, και με τη σειρά του γίνεται θύτης ξανά.
Αυτός ο επαναλαμβανόμενος κύκλος είναι που κρατάει για αιώνες τις κοινωνίες χωρίς εξέλιξη, χωρίς δυνατότητα μεταμόρφωσης και προόδου. Γιατί η εικόνα της γυναίκας είναι η εικόνα της ίδιας της κοινωνίας.
What survived from my India photos


ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΙΤΩΣΕΙ


Μια μέρα άκουσα ότι ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Και σκέφτηκα ότι με τα αεροπλάνα θα φαίνεται ακόμα μικρότερος. Εκείνη την μέρα αποφάσισα ότι ήθελα να τον γνωρίσω. Έτσι ανέβηκα σε ένα από αυτά τα αεροπλάνα με πρώτο προορισμό την Ινδία.

Οι δικοί μου φυσικά τρομοκρατήθηκαν στην ιδέα μια μόνης δεκαεννιάχρονης στην Ανατολή και επειδή κι εγώ καταβάθος φοβόμουν, πήγα σε μια χριστιανική ιεραποστολή, που θεωρητικά προσέφερε μια κάποια ασφάλεια.

Αργότερα κατάλαβα ότι όσο μικρός και να ναι ο πλανήτης μας, η ζωή μας είναι πολύ λίγη για να χωρέσει τόσες πολλές εικόνες, τόσους πολιτισμούς, τόσες προσωπικές ιστορίες. Και έξι μήνες είναι τελικά πολύ λίγοι για να μάθει κανείς έναν ολόκληρο λαό.

Δεν ήθελα και πολύ όμως για να καταλάβω ότι η Ινδία είναι μια χώρα με πολλές και έντονες αντιθέσεις.

Με πρώτη την συνύπαρξη Ανατολής και Δύσης. Και δεν εννοώ την τεχνολογία, η οποία ανήκει σε όλους τους ανθρώπους. Αλλά τον πολιτισμό που ταξιδεύει μέσω αυτής, με την τηλεόραση και το διαδίκτυο στα οποία πλέων όλοι σχεδόν έχουν πρόσβαση.

Γέλασα όταν είδα άντρες με παραδοσιακές φούστες (!) και από πάνω μακό μπλουζάκια. Σοκαρίστηκα όταν είδα ότι υπήρχε τηλεόραση ακόμα και σε χωριά, με σπίτια από πηλό και ξεραμένα κλαδιά, χωρίς ηλεκτρικές κουζίνες και φυσικά ούτε ψυγεία.

Δεν μπορούσα να διανοηθώ πώς είναι δυνατόν να μην έχουν τα απαραίτητα, να βρίσκουν τελικά κάποια χρήματα, και να πάνε να τα κάνουν τηλεόραση! Μεγαλώνοντας φυσικά κατάλαβα ότι κι εμείς δεν είμαστε οι καλύτεροι διαχειριστές χρημάτων, και ότι ο καταναλωτισμός είναι δική μας εφεύρεση.

Αυτό που με εντυπωσίασε όμως περισσότερο είναι η ισορροπία της κουλτούρας τους μεταξύ της μονοτονίας και της ποικιλίας. Έντονα χρώματα, χιλιάδες διακοσμητικά και κοσμήματα, όλα στη φιλοσοφία «το υπερβολικό είναι απαραίτητο».

Κι όμως των ίδιων αυτών ανθρώπων τα φαγητά έχουν όλα την ίδια γεύση και δεν τρώνε τίποτα άλλο. Μες στα άγρια χαράματα μας σέρβιραν ριζόπιτες με σάλτσα κάρυ! Και δεν έφτανε μόνο αυτό, εγώ και άλλοι τρεις δυτικοί προσφερθήκαμε να τους ταΐσουμε για να φάμε μια μέρα κάτι φυσιολογικό και αυτοί δεν το δοκίμασαν καν. Παντελής αδιαφορία επιθυμίας νέων γευστικών εμπειριών.

Χτενίζουν τα μαλλιά τους όλοι με τον ίδιο τρόπο, και δεν διστάζουν να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους για την διαφορετικότητα των δικών μας χτενισμάτων.

Δέχονται μόνο της ποικιλίες που έχουν ήδη μάθει.

Βέβαια μετά σκέφτηκα ότι ούτε εγώ θα δοκίμαζα παγωμένα μυαλά πιθήκου και ίσως σαν τέτοια τους φαινότανε τα hot dog μας! Και ότι κι εγώ βρήκα τα λαδωμένα με  coconut oil μαλλιά τους, όσο άθλια βρήκαν αυτοί τα δικά μας.

Πάντως αν νομίζετε ότι η θρησκεία τους έχει καμία σχέση με αυτό που έχει περάσει σε μας ως «Ανατολική φιλοσοφία», σας πληροφορώ ότι δεν έχει. Στην Ινδία θρησκεία σημαίνει εκμηδένιση της ατομικότητας. Όλοι είναι μέρος ενός απροσδιόριστου συνόλου. Και δεν φαίνεται καν να τους περνάει από το μυαλό, με μόνο κάποιες εξαιρέσεις να κάνουν ένα προσωπικό βήμα μπροστά.

Από τη μια γκρίνιαζαν για την οικονομική τους αθλιότητα, όμως μιλώντας λίγο περισσότερο μαζί τους κατάλαβα ότι δεν ενδιαφέρονται να μορφωθούν ή να κάνουν κάτι για να προοδεύσουν. Δέχονται την κατάσταση τους μοιρολατρικά όπως τους έχουν πείσει ότι απαιτεί η θρησκεία τους. Κάτι σαν το δικό μας, «πίστευε και μη ερεύνα».

Δεν καταλάβαιναν ότι η μικρές συσκευασίες βγαίνουν τελικά ακριβότερες, όσο μαθηματικά και αν τους το αποδείκνυα. Δεν δέχονταν ότι δεν ήταν το εμφιαλωμένο νερό που αγοράζαμε αυτό που μας αρρώσταινε, αλλά αυτό που μας έδιναν αυτοί από ένα πηγάδι φωτογραφία του οποίου είδε η αδελφή μου και νόμισε ότι ήταν βόθρος! Και δεν ενδιαφέρονταν που σαν τέτοιος μύριζε ο σιδηροδρομικός σταθμός τους, μια και όλοι ξαφνικά θυμόταν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα στις στάσεις των τρένων.

Θαυμάζουν και αποστρέφονται, ταυτόχρονα, οτιδήποτε δυτικό. Μέχρι και οι γυναίκες, οι οποίες ζούνε σε άθλιες συνθήκες, κάτω από απροκάλυπτη καταπίεση και μόνιμο φόβο για την ζωή τους, πιστεύουν ότι η απελευθέρωση στη δύση, που βλέπουν στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, είναι ανήθικη!

Ακόμα και οι χριστιανοί που γνώρισα στην ιεραποστολή δεν είχαν αποβάλει της δεισιδαιμονίες τους, ούτε τις αντιλήψεις τους φυσικά για το ασθενές φύλο. Και δεν έβλεπαν ότι η γυναίκα που νόμιζαν ότι εξορκίζουν, μπροστά στα μάτια μου, δεν τσιρίζει γιατί είναι δαιμονισμένη αλλά γιατί την έχουν αρπάξει από τα μαλλιά και την ταρακουνάνε ουρλιάζοντας μπροστά σε όλο το χωριό! Και για κακή μου τύχη δεν καταλάβαιναν ότι ο Θεός ακούει χωρίς να χρειάζεται να φωνάζουν ενώ προσεύχονται στις τρεις τα ξημερώματα.

Δεν θα ξεχάσω μια συζήτηση με μια Ινδή κοπέλα που ξεκίνησε να μου λέει για τη θέση των γυναικών. Μου μίλησε για μέρη που ακόμα και σήμερα τις καίνε ζωντανές με τον νεκρό σύζυγο τους. Για χωριά που τα κοριτσάκια σκοτώνονται μόλις γεννιούνται. Για τις κοπέλες που η οικογένεια τους πρέπει να πληρώσει μια περιουσία για να τις παντρέψει. Και μετά τον γάμο να συνεχίζει να δίνει υπέρογκα ποσά για να μην την πετάξει, ο άντρας, στο δρόμο ή την σκοτώσει χωρίς κανένα λόγο, κανέναν ενδοιασμό και καμία επίπτωση. Και ύστερα οι οικογένειες τις περιοχής θα του προξενέψουν της δικές τους κόρες, έχοντας πλήρη γνώση του πρότερου βίου του! Οι γυναίκες είναι αυτές που κάνουν όλες τις βαριές δουλειές, χτίζουν ακόμα και πολυκατοικίες και αντιμετωπίζονται σαν ζώα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων η ζωή μιας γυναίκας είναι να προσπαθεί από το χάραμα ως τη νύχτα να κάνει ανθρώπινο το «σπίτι» της οικογένειας, το οποίο δεν είναι και ότι πιο εύκολο στις περιπτώσεις που το πάτωμα είναι από πεπιεσμένο χώμα και δεν υπάρχει ρεύμα.

Το σοκ όμως το έπαθα όταν αυτή η κοπέλα άρχισε να μου λέει ότι προτιμά αυτή την ζωή από την μοναξιά που πιστεύει ότι υπάρχει στην απελευθέρωση της δύσης. Ότι νοιώθει ανίκανη να είναι μόνη της και ότι καταβάθος είναι ευχαριστημένη, ή έστω συμβιβασμένη, όπως και οι συμπατριώτισσες της, με αυτό το μοτίβο. Η δε μεγάλη αποκάλυψη ήταν όταν κατάλαβα ότι οι άντρες καταπιέζονται κι αυτοί! Σε μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει απελευθέρωση των γυναικών, ούτε σεξουαλική, ούτε καμιάς άλλης μορφής, οι άντρες είναι στην πραγματικότητα μόνοι. Και η νέα γενιά παίζει ανάμεσα στο να απολαύσει την μοναξιά της «ελεώ θεού εξουσίας», ή να δεχθεί τις υποχρεώσεις και τις απολαύσεις τις ισότητας.

Στο τέλος χωριστήκαμε σε τέσσερις ομάδες, και κάποιοι πήγαν σε ένα από τα χωριά που δολοφονούν τα νεογέννητα κορίτσια. Ήθελα πολύ να πάω μαζί τους όμως δεν διαλέγαμε εμείς που θα πάμε. Ίσως καλύτερα έτσι γιατί δεν ξέρω αν θα άντεχα να δω όσα είδαν αυτοί.

Όμως πάλι από την δειλία μου δεν πήγα μόνη μου, χωρίς ιεραποστολές, χωρίς κανόνες, και πιστεύω τώρα πια πως δεν διέφερε η δική μου δειλία καθόλου από αυτή της κοπέλας που προτιμούσε να ζει κάτω από αυτές τις συνθήκες φοβούμενη την μοναξιά της ελευθερίας, ή από τα αγόρια που προτιμούν την «ασφάλεια» της ανδροκρατίας από την επικοινωνία...

Chennai / Madras, Ινδία
17 - 4 - 2001

No comments:

Post a Comment