4/12/2020

Two Book unfinished attempts and a Poem (1997 & 2004)

Poem:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που είχε χαθεί στον λαβύρινθο του χρόνου.
Είχε κρυφτεί εκεί πριν πολύ καιρό γιατί από μικρή έμαθε πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η πραγματικότητα.
Και τώρα φοβότανε να βγει.
Μα τι σημασία είχε και να το θέλε, αφού δεν ήξερε τον δρόμο πια?
Αυτός ο μαγικός λαβύρινθος δεν την άφηνε να ζήσει, μόνο να ονειρεύεται,
εφιάλτες του παρελθόντος, επιθυμίες του μέλλοντος..
Κι ακόμα κι αν είχαν τελειώσει οι εφιάλτες, ακόμα κι αν είχαν πραγματοποιηθεί επιθυμίες, δεν της επέτρεπε να το δει.
Το χειρότερο ήταν πως κανένας δεν κατάλαβε ότι χάθηκε, κανένας δεν την έψαξε.
Και το κοριτσάκι μεγάλωνε και έγινε γυναίκα. Μα όχι στ' αλήθεια.
Κατά βάθος ήταν ακόμα ένα μικρό χαμένο κοριτσάκι.
Στην πραγματικότητα σχεδόν κανείς δεν την είχε γνωρίσει.
Μέχρι που μια μέρα ήρθε ένα αγόρι, ένας πρίγκιπας, που την κοίταξε στα μάτια.
Το αγόρι κατάφερε να δει το μικρό κορίτσι, λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο!
Και το κορίτσι επίσης τον είδε. Μα προσπαθώντας να τον φτάσει χάθηκε πάλι.
Κι άρχισε ξανά να φοβάται, να ονειρεύεται.. να φεύγει.
Τότε το αγόρι είπε το μαγικό ξόρκι, χωρίς να ξέρει τη δύναμη των λόγων του.
Έτσι απλά, το είπε.. "Τίποτα"
"Αυτή τη στιγμή, δε θέλω, δε χρειάζομαι τίποτα"
Και τα μάγια λύθηκαν!
Και το μικρό κορίτσι ενώθηκε με τη γυναίκα που είχε γίνει,
έπαψε να φοβάται, έπαψε να ονειρεύεται, και άρχισε να ζει.
Στην αρχή ήταν δύσκολα γιατί δεν είχε συνηθίσει τον Κόσμο. Ούτε και ο Κόσμος την είχε συνηθίσει.
Καμιά φορά της έλειπε ο λαβύρινθος της, που κατά κάποιο τρόπο ήτανε το καταφύγιο της.
Μα η Ζωή είναι πολύ όμορφη.
Και η Αγάπη πιο δυνατή από τον φόβο.
Έτσι τώρα το αγόρι και το κορίτσι είναι μαζί.
Δεν ξέρω αν έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.
Δεν ξέρω τι έγινε μετά.

Απ' αυτό το παραμύθι έμαθα όμως πως το Μετά, δεν υπάρχει...


Ι:




ΙΙ:

Σταμάτησε να τρώει όταν ένιωσε ότι η μοναξιά ζύγιζε όσο το κορμί της. Ήταν ένα συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε μετά από πολύ σκέψη, αυτοπαρατήρηση και βαθιά περισυλλογή. Στην αρχή ήταν απλά ένα... συναίσθημα, ένιωθε να σέρνει, να κουβαλάει τον εαυτό της, σε κάθε της βήμα. Ήταν κι αυτό το βάρος , τόσο ασήκωτο, κάθε φορά που ήταν μόνη. Σαν κάθε τζούρα οξυγόνου που έπαιρνε να μην χωρούσε εκεί μέσα. Αλλά όχι, δεν έφταιγε το οξυγόνο. Αυτή ήταν το πρόβλημα. Ήταν πολύ βαριά για να καταφέρει να κουβαλήσει τον εαυτό της, κι ήτανε ήδη τόσο κουρασμένη, που τώρα πια δεν μπορούσε ούτε να τον σύρει. Ίσως γι αυτό οι άνθρωποι να χρειάζονται ο ένας τον άλλων, σκέφτηκε, γιατί η μοναξιά του άλλου πάντα χάνει το βάρος της όταν την κουβαλάς εσύ. Αυτό το απόφθευγμα της άρεσε πολύ όταν το σκέφτηκε, το έγραψε σε ένα χρωματιστό χαρτόνι και το κόλλησε στον καθρέφτη του μπάνιου. Την άλλη μέρα όμως το πρωί όταν το ξαναδιάβασε την ώρα που έπλενε τα δόντια της, της φάνηκε χαζό, σαν ποιηματάκι σε φτηνιάρικο ημερολόγιο, και το πέταξε στην τουαλέτα, η οποία βούλωσε. Όταν κατέληξε ότι όσο πιο ελαφριά γινότανε τόσο θα μειωνόταν και το πρόβλημα της ήταν 60 κιλά.



Ένιωθε ήδη καλύτερα. Και για πρώτη φορά δεν την πείραξε που δεν είχε κανέναν να μοιραστεί την καινούρια της ανακάλυψη. Ήξερε άλλωστε ότι ακούγονταν τρελό, ότι κανείς δεν θα καταλάβαινε.
Τι ξέρουν αυτοί, είπε δυνατά, τόσο δυνατά που ακόμα και το ψαράκι που είχε σε μια γυάλα πάνω σε ένα ράφι στο μπάνιο, το οποίο είχε αγοράσει σε μια άλλη έκλαμψη για να λύσει το πρόβλημα της μοναξιάς της, κολύμπησε λίγο πιο γρήγορα από τον φόβο του.
Εξάλλου αν ήξεραν θα είχαν βρει μια αληθινή λύση, θα έπαιρναν το copyright και θα γίνονταν πλούσιοι, ή έστω λίγο πιο ευτυχισμένοι. Αυτή η σκέψη της έδωσε μια ακόμα ιδέα, την οποία όμως έκανε πως προσπέρασε, ενώ στην πραγματικότητα την έβαλε απλά στο «η κλήση σας προωθείται», γιατί είχε επίγνωση ότι η καινούρια της Λύση είχε ακόμα κάποια κενά.
Είμαι τρελή, κατέληξε. Όπως όλοι, συμπλήρωσε σπεύδοντας να καθησυχάσει τον εαυτό της.
Εκείνη την μέρα αποφάσισε να αρχίσει και το κάπνισμα γιατί είχε ακούσει πως κόβει την όρεξη, και από το πρωί κι όλας κατάλαβε ότι θα χρειαστεί βοήθεια σε αυτόν τον τομέα. Ήτανε κάτι που χθες το βράδυ μέσα στον ενθουσιασμό της έμπνευσης δεν το είχε σκεφτεί, αλλά δεν άφησε να την πτοήσει. Ήταν αποφασισμένη.
Πήγε στον περιπτερά της, είπε καλημέρα και... έφυγε. Δεν είχε όρεξη να απολογηθεί για την καινούρια της κακιά συνήθεια. Έτσι πήγε στο επόμενο περίπτερο. Κόλλησε για λίγο γιατί δεν ήξερε τι να πάρει. Ήθελε η πρώτη της εμπειρία να είναι όσο καλύτερη γίνετε. Θυμήθηκε που πριν χρόνια την είχαν στείλει να πάρει τσιγάρα. Ένα camel μαλακό, παρακαλώ, ζήτησε κάπως μαζεμένη γιατί δεν ήξερε καν τι ήταν το «μαλακό». Ντράπηκε να ρωτήσει πόσο κάνει,  έδωσε ένα πεντάευρω, και μετά έκανε ότι κοιτούσε τις κάρτες Yu-Gi-Oh, οι οποίες επίσης δεν είχε ιδέα τι ήταν, απλά ήταν το πρώτο πράγμα στο οποίο έπεσε το μάτι της, μέχρι να πάρει τα ρέστα, τα οποία ούτε μέτρησε πριν τα ρίξει στην τσέπη της και από την βιασύνη της της έπεσε ένα 20λεπτο κάτω από ένα αμάξι.
Γύρισε στο σπίτι με ένα περίεργο συναίσθημα, σαν παιδάκι που έκανε ζουζουνιά, το οποίο την αναζωογόνησε. Τελικά ήταν καλή ιδέα.
ʼνοιξε το πακέτο, και έβγαλε, με λίγη δυσκολία το πρώτο τσιγάρο. Το πρώτο πάντα μαγκώνει, αλλά δεν το ήξερε και ένιωσε λίγο άσχημα. Για άλλη μια φορά χάρηκε που δεν ήταν κανείς μπροστά. Μετά ανακάλυψε ότι δεν είχε φωτιά. Έτσι ξανακατέβηκε στο περίπτερο, με λίγη περισσότερη άνεση αυτή τη φορά. Βγήκε στο μπαλκόνι. Εκεί, κοιτάζοντας το κομματάκι θάλασσα που χωρούσε ανάμεσα στις πολυκατοικίες, άναψε το πρώτο της τσιγάρο. Ο καπνός γλίστρησε στον παρθένο λαιμό της γδέρνοντας τον στο πέρασμα του. Ήταν τελικά πιο βαρύς από το οξυγόνο. Αλλά κάθε ρουφηξιά την έκανε να νιώθει ενάμιση γραμμάριο ελαφρύτερη. Πριν το τελειώσει άρχισε να ανακατεύετε και τελικά κατέληξε να κάνει εμετό πάνω σε μια γλάστρα, γεγονός το οποίο επίσης δεν την πτόησε. Μάλιστα το θεώρησε ως ένα ακόμα προτέρημα του καινούριου της χόμπι, μια και δεν ξεχνούσε τον στόχο της ο οποίος ήταν το χάσιμο βάρους. Μόνο στεναχωρέθηκε που δεν το πρόβλεψε, γιατί τότε θα είχε φάει κάτι, έτσι για την γεύση.


   
Όταν έφτασε 55 κιλά είχε αρχίσει να βαριέται. Αλλά πάνω που είχε καταλήξει ότι δεν είχε δει τελικά καμία διαφορά και ήταν αποφασισμένη να φάει μέχρι να σκάσει, άρχισαν οι άλλοι να της «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου» για την ανορεξία της, γεγονός που την έκανε να αναβάλει το τσιμπούσι γιατί, για κάποιο χαζό λόγο, ένιωσε μια ακατανόητα ευχάριστη ανατριχίλα με το αυτό κράξιμο. Το οποίο της θύμισε να ανάψει ένα τσιγάρο, που την έκανε κι αυτό να νιώθει κάπως έτσι.
Βέβαια, ίσως και να μην πείραζε να φάει μια φορά, σκέφτηκε το βράδυ την ώρα που έβλεπε μια διαφήμιση σοκολάτας. Στην αρχή είπε να παραγγείλει κάτι απ έξω αλλά δεν βρήκε λεφτά σε καμία από τις τσάντες της. Μετά πήγε στο ψυγείο το οποίο ήταν όσο άδειο και το πορτοφόλι της μια είχε πολύ καιρό να επενδύσει σ αυτό. Στην ίδια κατάσταση ήταν και το ντουλάπι.


     
Στα 53 κιλά αποφάσισε να σταματήσει. Είχε απογοητευτεί πλήρως από την έλλειψη αποτελεσμάτων, δεν μετάνιωσε όμως για αυτήν της την εμπειρία, και γιατί είχε σαν αρχή της να μην μετανιώνει για της καλοπροαίρετες επιλογές της και γιατί από όλη αυτή την ιστορία της έμεινε ένα θεϊκό κορμί (!) και ένας καινούριος φίλος (τα camel της).
ʼρχιζε όμως πάλι από την αρχή. Κι αυτό ήταν θεωρητικά μια πρόκληση, στην πραγματικότητα όμως η πληθώρα των νέων ξεκινημάτων που είχε στο ενεργητικό της τα καθιστούσαν πλέων βαρετά.


   
Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσω στον αναγνώστη ότι η ηρωίδα μας δεν είχε έλλειψη φίλων. Είχε επενδύσει πολλά χρόνια σε αυτούς και οι προσπάθειες της είχαν αποδώσει (όπως άλλωστε γίνετε πάντα), με μερικές απόλυες φυσικά (όπως άλλωστε γίνετε πάντα). Και όταν μιλούσε για φιλία εννοούσε την Φιλία, στην πιο Ιερή μορφή της.
Όμως ακριβώς επειδή είχε γευτεί την πραγματική επικοινωνία, πάντα σνομπάριζε τις επιφανειακές παρέες, που ήταν «μόνο για να περνάς την ώρα σου, με ανούσιες συζητήσεις, ενοχλητικές παρεξηγήσεις και όλο το υπόλοιπο πακέτο». Είχε πάντα μια κατηγορηματική άρνηση να συμβιβαστεί με οτιδήποτε λιγότερο από το τέλειο, η οποία την έκανε πολύ περήφανη για τον εαυτό της.
Στην πραγματικότητα θα έκανε τα πάντα για μια ανούσια συζήτηση και μια χαζή παρέα, αλλά κάθε φορά που της δινότανε μια τέτοια ευκαιρία, την έπιανε μια «βλακεία», όπως αποκαλούσε την αντικοινωνική συμπεριφορά της, και δεν μπορούσε να κρύψει τον απόγονο της συνεύρεσης του θεού Κόμπλεξ και της θεάς Ψωνάρας που την είχε καταλάβει, με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες αυτής της κατάληψης.


  
Η επόμενη φαεινή ιδέα της ήτανε ακόμα χειρότερη από τις προηγούμενες.
Φυσικά, κουβαλούσε ακόμα τα απομεινάρια από τις προηγούμενες «εκλάμψεις πανικού».
Η τηλεόραση στο σπίτι της ήταν ακόμα ανοιχτή... εδώ και μια δεκαετία!
Είχε ακόμα τα σημάδια των χαρακωμάτων στα χέρια της από την gothic φάση που είχε περάσει κάπου στο τέλος της εφηβείας της...
Ο λογαριασμός του τηλεφώνου ήταν ακόμα ένας εφιάλτης... για αυτήν... και μια... ακόμα... επιτυχία του ΟΤΕ.
Το  ψυγείο της ακόμα δεν είχε γεμίσει, και φυσικά... ακόμα κάπνιζε...
Για να μην ξεχνάμε την κατάθλιψη που της είχε μείνει μετά τους 6 μήνες σε μια ιεραποστολή στην Ινδία...
Επίσης... δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ να θυμηθεί γιατί την πρώτη φορά που σκέφτηκε ότι μάλλον θα ήταν καλύτερα «να αποχωρίσει ως ένδειξη διαμαρτυρίας από τον μάταιο τούτο κόσμο» δεν το έκανε... αλλά γι αυτό πρέπει να έφταιγε η συχνή τελευταία καύση των, κατά τα άλλα πολυάριθμων, εγκεφαλικών της κυττάρων, και όχι η συνεχόμενη αύξηση της λίστας των αποτυχημένων προσπαθειών της να δαρβινοεξελίξει (!) την επιβίωση της σε μια νέα, ανώτερη, «μορφή Ζωής» (η οποία όμως... καύση... τη βοηθούσε και να αναβάλει λόγο βαρεμάρας το... Μεγάλο Ταξίδι).



Επόμενος λοιπόν σταθμός... σεξ.

No comments:

Post a Comment